συμπαρέσυρε

συμπαρέσυρε
συμπαρέσῡρε , σύν-παρασύρω
sweep away
aor ind act 3rd sg
συμπαρέσῡρε , σύν-παρασύρω
sweep away
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμπαρασύρω — συμπαρέσυρα, συμπαρασύρθηκα, παρασέρνω μαζί μου: Με συμπαρέσυρε στην καταστροφή. – Το νερό συμπαρέσυρε ανθρώπους και ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μέδικοι — (Medici). Μεγάλη οικογένεια της Φλωρεντίας. Από τις αρχές της συγκρότησής της επιδόθηκε στο εμπόριο και στις αρχές του 13oυ αι. η δραστηριότητά της εξαπλώθηκε επίσης στον εμπορικό δανεισμό, προπάντων μετά τη μεγάλη τραπεζική κρίση της Φλωρεντίας… …   Dictionary of Greek

  • Μεσολογγίου, λιμνοθάλασσα — Αβαθής λιμνοθάλασσα (100.000 στρέμματα), η σημαντικότερη από αυτές που σχηματίζονται λόγω των προσχώσεων των ποταμών Εύηνου και Αχελώου. Η ονομασία της κατά την αρχαιότητα ήταν Κυνία. Παλαιότερα στην περιοχή της λιμνοθάλασσας βρίσκονταν οι… …   Dictionary of Greek

  • Μετοχίτης, Θεόδωρος — (Κωνσταντινούπολη 1270 – 1332). Πολιτικός, συγγραφέας, καθώς και ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του βυζαντινού ουμανισμού. Γιος του διπλωμάτη και θεολόγου Γεωργίου M., ο Θεόδωρος παρουσίασε την κλίση του στα γράμματα, σε πολύ νεαρή ηλικία. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Πασαγιάννης — Επώνυμο 2 Ελλήνων λογοτεχνών. 1. Κώστας (Ανδρούσα Μεσσηνίας 1872 – Αθήνα 1933). Διηγηματογράφος και ποιητής. Σπούδασε νομικά, υπηρέτησε ως δικαστικός και, αργότερα, ως διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών. Ασχολήθηκε με τη λαογραφία και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”